πιτσύλισμα

πιτσύλισμα
και πιτσίλισμα, το, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού πιτσυλίζω, η εξακόντιση πάνω σε κάποιον ή σε κάτι σταγόνων υγρού, ιδίως ακάθαρτου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πιτσίλισμα — το, Ν (δ. γρφ.) βλ. πιτσύλισμα …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλιά — και, δ. γρφ. πιτσιλιά, η, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] κηλίδα που οφείλεται σε πιτσύλισμα …   Dictionary of Greek

  • πιτσυλιστός — και πιτσιλιστός, ή, ό, Ν [πιτσυλίζω / πιτσιλίζω] 1. διάσπαρτος με πιτσυλιές, κηλίδες 2. αυτός που γίνεται με πιτσύλισμα («πιτσυλιστό επίχρισμα τοίχου») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”